- κότσια
- yiğitlik, cesaret
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κότσι — (Kοchi). Πόλη (333.900 κάτ. το 2003) της Ιαπωνίας στο νησί Σικόκου, πρωτεύουσα της επαρχίας Κότσι κεν (7.107 τ. χλμ., 813.943 κάτ.). Αποτελεί αξιόλογο αλιευτικό και εμπορικό λιμάνι και διαθέτει ανεπτυγμένη βιομηχανία τροφίμων, χαρτοποιίας και… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κότσι — το (λ. τουρκ.), 1. αστράγαλος του ποδιού ανθρώπου και ζώων. 2. ο πληθ., κότσια παιχνίδι με αστραγάλους. 3. φρ., «Δε βαστούν τα κότσια μου», δεν αντέχω σε κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραγαλομαντεία — η η μαντεία με τη χρησιμοποίηση αστραγάλων, η πρόβλεψη του μέλλοντος ρίχνοντας τα κότσια … Dictionary of Greek
αστραγαλωτός — ἀστραγαλωτός, ή, όν (Α) 1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια 2. ονομασία φυτού 3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» είδος στύψης (Γαληνός) 4. «ἀστραγαλωτός χιτών» αυτός που φθάνει μέχρι τους… … Dictionary of Greek
αστραγαλόμαντις — ἀστραγαλόμαντις, η (Α) αυτή που προβλέπει το μέλλον χρησιμοποιώντας αστραγάλους, κότσια … Dictionary of Greek
βεζίρης — Τουρκική λέξη αραβικής προέλευσης. Στην αρχή σήμαινε αχθοφόρος (χαμάλης). Μετά όμως επικράτησε να χρησιμοποιείται με την έννοια του ανθρώπου που σηκώνει το βάρος των υποθέσεων του κράτους. Οι δύο ή τρεις στενότεροι συνεργάτες του σουλτάνου… … Dictionary of Greek
εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… … Dictionary of Greek
κίλλαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) αστράγαλοι, κότσια από πόδια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κίλλος «όνος»] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek